αγκαίνιαστος

αγκαίνιαστος
-η, -ο
1. αυτός που δεν εγκαινιάστηκε, ανεγκαινίαστος (για ναούς που δεν καθιερώθηκαν με την εκκλησιαστική τελετή τών εγκαινίων)
2. αυτός που δεν χρησιμοποιήθηκε ακόμη, αμεταχείριστος, καινούργιος (για ρούχα, δοχεία κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + *γκαινιαστός <γκαινιάζω < εγκαινιάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγκαίνιαστος — η, ο αυτός που δεν εγκαινιάστηκε: Η εκκλησία δε λειτουργιόταν, γιατί ήταν ακόμη αγκαίνιαστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”