- αγκαίνιαστος
- -η, -ο1. αυτός που δεν εγκαινιάστηκε, ανεγκαινίαστος (για ναούς που δεν καθιερώθηκαν με την εκκλησιαστική τελετή τών εγκαινίων)2. αυτός που δεν χρησιμοποιήθηκε ακόμη, αμεταχείριστος, καινούργιος (για ρούχα, δοχεία κ.λπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + *γκαινιαστός < ’γκαινιάζω < εγκαινιάζω].
Dictionary of Greek. 2013.